σωλήνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωλήνας οι σωλήνες
      γενική του σωλήνα των σωλήνων
    αιτιατική τον σωλήνα τους σωλήνες
     κλητική σωλήνα σωλήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σωλήνες από μέταλλο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωλήνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σωλήν από την αιτιατική ενικού «τὸν σωλῆνα»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈli.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐λή‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωλήνας αρσενικό

  1. κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθως από μέταλλο ή πλαστικό που χρησιμοποιείται κυρίως ως αγωγός για τη μεταφορά υγρών (π.χ. νερού) ή αερίων (π.χ. φυσικό αέριο) ή για την τοποθέτηση ηλεκτρικών ή τηλεφωνικών καλωδίων
  2. οποιοδήποτε κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • δοκιμαστικός σωλήνας: μικρής διατομής κυλινδρικό γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά εργαστήρια
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]