pipe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pipe | pipes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pipe (en)
- ο σωλήνας, ο αγωγός
- η πίπα, το τσιμπούκι
- (τυπογραφία) η κατακόρυφη μπάρα
|
- (πληροφορική) το σύμβολο
|
, το οποίο χρησιμοποιείται στη διασωλήνωση διεργασιών - (πληροφορική) ονομασία αρχείου συστήματος, το οποίο είναι ενταμιευτής (buffer) στη διασωλήνωση διεργασιών έχοντας δομή ουράς (FIFO). Είναι απαραίτητο επειδή η πρώτη διεργασία μπορεί να παράγει δεδομένα γρηγορότερα από ότι τα επεξεργάζεται η δεύτερη.[1]
[επεξεργασία]
- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 167 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pipe | pipes |
pipe (fr) θηλυκό