pipe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pipe pipes

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paɪp/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pipe (en)

  1. ο σωλήνας, ο αγωγός
  2. η πίπα, το τσιμπούκι
  3. (τυπογραφία) η κατακόρυφη μπάρα |
     συνώνυμα: vertical bar
  4. (πληροφορική) το σύμβολο |, το οποίο χρησιμοποιείται στη διασωλήνωση διεργασιών
  5. (πληροφορική) ονομασία αρχείου συστήματος, το οποίο είναι ενταμιευτής (buffer) στη διασωλήνωση διεργασιών έχοντας δομή ουράς (FIFO). Είναι απαραίτητο επειδή η πρώτη διεργασία μπορεί να παράγει δεδομένα γρηγορότερα από ότι τα επεξεργάζεται η δεύτερη.[1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 167 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
ΔΦΑ : /pip/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pipe pipes

pipe (fr) θηλυκό