πίπα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 1-3 πίπα < → Η ετυμολογία λείπει.
- 4 πίπα < κινέζικη 琵琶 (pípa)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πίπα θηλυκό
- σύνεργο του καπνίσματος· στη μία άκρη της (ανάλογα με τον τύπο της πίπας) ή τοποθετείται ένα τσιγάρο ή καπνός σε μια κοιλότητα σκαλισμένη σε ξύλο· ο καπνός περνάει από ένα λεπτό σωλήνα και το επιστόμιο και εισπνέεται από τον καπνιστή
- (αργκό) η πεολειξία
- (αργκό) βλακεία, χαζομάρα
- μη λες πιπες!
- κινεζικό λαούτο