chute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chute chutes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃuːt/
ομόηχο: shoot

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chute (en)

  1. ένας σωλήνας ή ένας διάδρομος κάτω από την οποία μπορούν να γλιστρήσουν άνθρωποι ή πράγματα
     συνώνυμα:: shaft → και δείτε τη λέξη pipe
  2. (ανεπίσημο) συνηρημένη μορφή του parachute



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chute chutes

chute (fr) θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]