chute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chute (en)
- αγωγός, ολισθητήρας, γλίστρα
- απίστευτα στενός διάδρομος σπηλαίου (κάποιες φορές χωρά μόνο ρομπότ)
- καταρράκτης
- συντόμευση (clipping) του parachute (αλεξίπτωτο)
- απότομη πλαγιά
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chute | chutes |
chute (fr) θηλυκό