chute
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chute | chutes |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chute (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chute | chutes |
chute (fr) θηλυκό
- η πτώση, η κατιούσα, το πέσιμο
- ο καταρράκτης