συνηρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συνῃρημένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνηρημένος η συνηρημένη το συνηρημένο
      γενική του συνηρημένου της συνηρημένης του συνηρημένου
    αιτιατική τον συνηρημένο τη συνηρημένη το συνηρημένο
     κλητική συνηρημένε συνηρημένη συνηρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνηρημένοι οι συνηρημένες τα συνηρημένα
      γενική των συνηρημένων των συνηρημένων των συνηρημένων
    αιτιατική τους συνηρημένους τις συνηρημένες τα συνηρημένα
     κλητική συνηρημένοι συνηρημένες συνηρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συναιρώ, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνῃρημένος (ελαττωμένος) του συναιρέω / συναιρῶ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ni.ɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νη‐ρη‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐η‐ρη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

συνηρημένος, -η, -ο

  • που έχει προκύψει από συναίρεση
    Το αρχαίο τιμῶ είναι συνηρημένος τύπος του τιμάω.
    συνηρημένα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]