τους
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τους < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τούς
Προφορά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]τους
- αδύνατος τύπος της προσωπικής ή δεικτικής αντωνυμίας
- αυτών β΄ προσώπου, αρσενικού ή ουδέτερου γένους, γενικής πληθυντικού
τους το είπα- άλλες μορφές: αυτουνών (λαϊκότροπο)
- αυτούς γ΄ προσώπου, αρσενικού γένους, αιτιατικής πληθυντικού
Τους αγαπάω όλους και θέλω να τους συναντήσω.- άλλες μορφές: αυτουνούς (λαϊκότροπο)
- αυτών β΄ προσώπου, αρσενικού ή ουδέτερου γένους, γενικής πληθυντικού
- (κτητικής αντωνυμίας) δικός τους
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Για τον τόνο στο τούς δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
ο αδερφός τους είπε ότι […] (ο δικός τους αδερφός: κτητική αντωνυμία)
ο αδερφός τούς είπε ότι […] (κάποιος αδερφός είπε σ' αυτούς: προσωπική αντωνυμία)- παλιότερη γραφή: τούς
Κλιτικός τύπος άρθρου
[επεξεργασία]τους
- αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ο
Φοβού τους Δαναούς ...
Oι καλοί λογαρισμοί, κάνουν τους καλούς τους φίλους.
Κλίσεις των άρθρων
[επεξεργασία]| αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
|---|---|---|---|
| ονομαστική ενικού | ο | η | το |
| γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
| αιτιατική ενικού + σε |
το(ν) στο(ν) |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
| ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
| γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
| αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |
Πηγές
[επεξεργασία]- αυτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι άρθρων (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς τόνο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Προσωπικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Δεικτικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)