στον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στόν, σ' τον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στον < μεσαιωνική ελληνική + ε + οριστικό άρθρο τόν < εἰς τόν με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος και ανάπτυξη του <ε>[1]

Συγχώνευση[επεξεργασία]

στον αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

κλίσεις των άρθρων[επεξεργασία]

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού ο η το
γενική ενικού
+ σε
του
στου
της
στης
του
στου
αιτιατική ενικού
+ σε
τον
στον
τη(ν)
στη(ν)
το
στο
ονομαστική πληθυντικού οι οι τα
γενική πληθυντικού
+ σε
των
στων
των
στων
των
στων
αιτιατική πληθυντικού
+ σε
τους
στους
τις
στις
τα
στα

Αναφορές[επεξεργασία]