έκθλιψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκθλιψη | οι | εκθλίψεις |
γενική | της | έκθλιψης* | των | εκθλίψεων |
αιτιατική | την | έκθλιψη | τις | εκθλίψεις |
κλητική | έκθλιψη | εκθλίψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκθλίψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκθλιψη θηλυκό
- η παραγωγή χυμού από καρπούς (μήλα, ελιές, κλπ.) με τη χρήση μεγάλης πίεσης
- (γραμματική, γλωσσολογία) η αποβολή ενός φωνήεντος από το τέλος μιας λέξης η οποία προφέρεται πριν από λέξη με αρχικό φωνήεν