πίεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίεση | οι | πιέσεις |
γενική | της | πίεσης* | των | πιέσεων |
αιτιατική | την | πίεση | τις | πιέσεις |
κλητική | πίεση | πιέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίεση < αρχαία ελληνική πίεσις < πιέζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pression)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πίεση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
- (ιατρική) η δύναμη με την οποία το αίμα πιέζει το τοίχωμα των φλεβών ή αρτηριών εντός των οποίων ρέει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πιέζω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μου ανεβάζει την πίεση → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)