δύναμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δύναμη | οι | δυνάμεις |
γενική | της | δύναμης* | των | δυνάμεων |
αιτιατική | τη | δύναμη | τις | δυνάμεις |
κλητική | δύναμη | δυνάμεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυνάμεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δύναμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δύναμ(ις) + -η
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði.na.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐να‐μη
- τονικό παρώνυμο: δυνάμει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δύναμη θηλυκό
- η σωματική ισχύς, η ρώμη
- ↪ χρειάζεται αρκετή δύναμη για να ξεσφίξει το μπουλόνι
- η ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι, να πετύχει κάτι
- η ισχύς που δίνει η εξουσία, το αξίωμα
- η ένταση
- ↪ χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι
- οργανωμένο σύνολο που ασκεί επιρροή και δρά στην κοινωνία ή την πολιτική
- ↪ οι πολιτικές δυνάμεις
- χώρα με συνήθως ισχυρή πολιτική, στρατιωτική, οικονομική παρουσία στη διεθνή σκηνή
- ↪ οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) με τη στρατιωτική τους επέμβαση στο Ναβαρίνο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
- ↪ Οι εγγυήτριες δυνάμεις (το Ηνωμένο Βασίλειο, Τουρκία και Ελλάδα), εγγυήθηκαν να απαγορεύσουν την προώθηση "είτε της ένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με οποιοδήποτε άλλο κράτος, ή τη διχοτόμηση της νήσου". (από τη Βικιπαίδεια)
- ο στρατός, τα στρατεύματα
- ↪ οι δυνάμεις του εχθρού υποχωρούν
- ↪ ισχυρές δυνάμεις του στρατού αναπτύσσονται...
- ο αριθμός των ατόμων που περιλαμβάνει ένα σύνολο
- ↪ το 7ο Σὐνταγμα έχει δύναμη 800 ανδρών
- (μαθηματικά) το γινόμενο του πολλαπλασιασμού ενός αριθμού με τον εαυτό του
- ↪ γενικός συμβολισμός: xn
- ↪ η ύψωση του 2 στην τέταρτη δύναμη (2Χ2Χ2Χ2 ή 24 ή 2^4) μας δίνει το 16
- (φυσική) το φυσικό διανυσματικό μέγεθος που προκαλεί αλλαγή της κινητικής κατάστασης ή παραμόρφωση ενός φυσικού σώματος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δυνάμει
- (κάνω) το κατά δύναμη / το κατά δύναμιν: όσο μπορώ ή όσο αντέχω, ότι καλύτερο μπορώ να κάνω
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
δυναμ-
δυναμ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- δυναμο- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'δύναμη' στο Βικιλεξικό
- αεροδυναμική
- αεροδυναμικός
- υπερδύναμη
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δύναμη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -η (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)