δύναμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δύναμη οι δυνάμεις
      γενική της δύναμης* των δυνάμεων
    αιτιατική τη δύναμη τις δυνάμεις
     κλητική δύναμη δυνάμεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυνάμεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύναμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δύναμ(ις) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.na.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύ‐να‐μη
τονικό παρώνυμο: δυνάμει

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δύναμη θηλυκό

  1. η σωματική ισχύς, η ρώμη
    χρειάζεται αρκετή δύναμη για να ξεσφίξει το μπουλόνι
  2. η ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι, να πετύχει κάτι
  3. η ισχύς που δίνει η εξουσία, το αξίωμα
  4. η ένταση
    χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι
  5. οργανωμένο σύνολο που ασκεί επιρροή και δρά στην κοινωνία ή την πολιτική
    οι πολιτικές δυνάμεις
  6. χώρα με συνήθως ισχυρή πολιτική, στρατιωτική, οικονομική παρουσία στη διεθνή σκηνή
    οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) με τη στρατιωτική τους επέμβαση στο Ναβαρίνο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
    Οι εγγυήτριες δυνάμεις (το Ηνωμένο Βασίλειο, Τουρκία και Ελλάδα), εγγυήθηκαν να απαγορεύσουν την προώθηση "είτε της ένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με οποιοδήποτε άλλο κράτος, ή τη διχοτόμηση της νήσου". (από τη Βικιπαίδεια)
  7. ο στρατός, τα στρατεύματα
    οι δυνάμεις του εχθρού υποχωρούν
    ισχυρές δυνάμεις του στρατού αναπτύσσονται...
  8. ο αριθμός των ατόμων που περιλαμβάνει ένα σύνολο
    το 7ο Σὐνταγμα έχει δύναμη 800 ανδρών
  9. (μαθηματικά) το γινόμενο του πολλαπλασιασμού ενός αριθμού με τον εαυτό του
    γενικός συμβολισμός: xn
    η ύψωση του 2 στην τέταρτη δύναμη (2Χ2Χ2Χ2 ή 24 ή 2^4) μας δίνει το 16
  10. (φυσική) το φυσικό διανυσματικό μέγεθος που προκαλεί αλλαγή της κινητικής κατάστασης ή παραμόρφωση ενός φυσικού σώματος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δυναμ- 

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]