ισχύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ισχύς | οι | ισχύες |
γενική | της | ισχύος | των | ισχύων |
αιτιατική | την | ισχύ | τις | ισχύς |
κλητική | ισχύ | ισχύες | ||
όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισχύς <
- αρχαία ελληνική ἰσχύς
- (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική power
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισχύς θηλυκό
- δύναμη
- Είναι πολιτικός με μεγάλη ισχύ.
- κύρος
- Πολλοί τεχνικοί κανονισμοί έχουν ισχύ νόμου.
- εγκυρότητα
- Αυτή η διάταξη δεν είναι πια σε ισχύ.
- (φυσική) ρυθμός (παραγωγής, εκπομπής, μετάδοσης, απορρόφησης, κατανάλωσης κτλ.) ενέργειας συναρτήσει του χρόνου
- μονάδα μέτρησης της ισχύος, στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων είναι το βατ (1 W)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στη φυσική η ισχύς είναι εντελώς διαφορετικό μέγεθος από τη δύναμη και δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ισχύς στη Βικιπαίδεια