force
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
force | forces |
force (en)
- η δύναμη
- ↪ He hit his hand on the table with force.
- Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι.
- ↪ He hit his hand on the table with force.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | force |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forces |
αόριστος | forced |
παθητική μετοχή | forced |
ενεργητική μετοχή | forcing |
force (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
force | forces |
force (fr) θηλυκό