Μετάβαση στο περιεχόμενο

forced

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός forced
συγκριτικός more forced
υπερθετικός most forced

forced (en)

  1. αναγκαστικός, χωρίς τη θέληση κάποιου
      a forced landing in cases of danger - αναγκαστική προσγείωση σε περιπτώσεις κινδύνου
      The government took forced measures to address the crisis.
    Η κυβέρνηση πήρε αναγκαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
      It was a forced decision that could not be avoided.
    Ήταν μια αναγκαστική απόφαση που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
  2. προσποιητός, ανειλικρινής· που δεν εκφράζει αληθινά συναισθήματα
      His apology seemed inauthentic and forced.
    Η συγγνώμη του φάνηκε ανειλικρινής και προσποιητή.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

forced (en)