compel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | compel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | compels |
αόριστος | compelled |
παθητική μετοχή | compelled |
ενεργητική μετοχή | compelling |
Ρήμα[επεξεργασία]
compel (en)