compelled

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

compelled (en)

he felt compelled to join forces with his fellow students

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

compelled (en)