compelled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
compelled (en)
- he felt compelled to join forces with his fellow students
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
compelled (en)
compelled (en)
compelled (en)