- ωθώ < ὠθέω / ὠθῶ < ἔθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swe-dʰh₁- < *swé (ἴδιος) + *dʰeh₁- (τίθημι)
- ΔΦΑ : /oˈθo/
ωθώ (παθητική φωνή: ωθούμαι)
- αποκινώ, απομακρύνω, σπρώχνω, σκουντώ
- παρακινώ, προτρέπω
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
ωθήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
ωθώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
ωθώ
|
ωθείς
|
ωθεί
|
ωθούμε
|
ωθείτε
|
ωθούν
|
παρατατικός
|
ωθούσα
|
ωθούσες
|
ωθούσε
|
ωθούσαμε
|
ωθούσατε
|
ωθούσαν
|
αόριστος
|
ώθησα
|
ώθησες
|
ώθησε
|
ωθήσαμε
|
ωθήσατε
|
ώθησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα ωθώ
|
θα ωθείς
|
θα ωθεί
|
θα ωθούμε
|
θα ωθείτε
|
θα ωθούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα ωθήσω
|
θα ωθήσεις
|
θα ωθήσει
|
θα ωθήσουμε
|
θα ωθήσετε
|
θα ωθήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω ωθήσει
|
έχεις ωθήσει
|
έχει ωθήσει
|
έχουμε ωθήσει
|
έχετε ωθήσει
|
έχουν ωθήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα ωθήσει
|
είχες ωθήσει
|
είχε ωθήσει
|
είχαμε ωθήσει
|
είχατε ωθήσει
|
είχαν ωθήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω ωθήσει
|
θα έχεις ωθήσει
|
θα έχει ωθήσει
|
θα έχουμε ωθήσει
|
θα έχετε ωθήσει
|
θα έχουν ωθήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να ωθώ
|
να ωθείς
|
να ωθεί
|
να ωθούμε
|
να ωθείτε
|
να ωθούν
|
αόριστος
|
να ωθήσω
|
να ωθήσεις
|
να ωθήσει
|
να ωθήσουμε
|
να ωθήσετε
|
να ωθήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω ωθήσει
|
να έχεις ωθήσει
|
να έχει ωθήσει
|
να έχουμε ωθήσει
|
να έχετε ωθήσει
|
να έχουν ωθήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
ώθει
|
|
|
ωθείτε
|
|
αόριστος
|
|
ώθησε
|
|
|
ωθήστε
|
|
|