παρακινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρακινῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρακινώ < αρχαία ελληνική παρακινέω / παρακινῶ < παρά + κινέω / κινῶ

παρακινώ (παθητική φωνή: παρακινούμαι / παρακινιέμαι)

  1. ενθαρρύνω με λόγια ή πράξεις ή με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών κάποια ενέργεια
  2. δίνω κίνητρο σε κάποιον
    τι παρακινεί το σημερινό μαθητή στο μάθημα;

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]