δίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίνω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δίδω με μεταπλασμό σε -νω [1] < αρχαία ελληνική δίδωμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

δίνω, πρτ.: έδινα, στ.μέλλ.: θα δώσω, αόρ.: έδωσα/(έδωκα), παθ.φωνή: δίνομαι, π.αόρ.: δόθηκα, μτχ.π.π.: δοσμένος

  1. μεταβιβάζω την κυριότητα ή τη χρήση ενός πράγματος σε κάποιον άλλον (με ή χωρίς αντάλλαγμα, μόνιμα ή προσωρινά)
    δώσε μου λίγο το μολύβι σου
    δώστε μια ελεημοσύνη
    Θα δώσω το αυτοκίνητό μου στο γιο μου και θα αγοράσω καινούργιο.
     συνώνυμα: παραχωρώ, μεταβιβάζω, πουλώ, χαρίζω, δανείζω
    (μεταφορικά) δε δόθηκε καμία υπόσχεση
  2. μεταβιβάζω ένα αντικείμενο που κρατώ σε κάποιον άλλον για να το κρατά αυτός
    δώσε μου τη μια βαλίτσα να σε βοηθήσω
  3. προσφέρω
    ένα κοριτσάκι έδωσε στην καλεσμένη μια ανθοδέσμη
  4. προσφέρω τον εαυτό μου (ιδίως ερωτικά)
    Η νεαρή ερωτευμένη κοπέλα δόθηκε στον εραστή της με πάθος.
  5. παραχωρώ
    δίνω τη θέση μου στο λεωφορείο σε έναν ηλικιωμένο
  6. κάνω την ενέργεια που δηλώνει το ουσιαστικό που ακολουθεί
    1. (για χειρονομίες)
      δίνω ένα φιλί (φιλώ)
    2. (για χτυπήματα) χτυπώ κάποιον με, καταφέρω
      δίνω γροθιά, μπουνιά, κλοτσιά, σφαλιάρα κλπ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέματα δο-, δω-, δα-

Σύνθετα[επεξεργασία]

σύνθετα του ρήματος και μορφές → δείτε και δίδω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]