δώρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δώρο | τα | δώρα |
γενική | του | δώρου | των | δώρων |
αιτιατική | το | δώρο | τα | δώρα |
κλητική | δώρο | δώρα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δώρο < αρχαία ελληνική δῶρον < δίδωμι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δώρο ουδέτερο
- οτιδήποτε κάποιος χαρίζει σε κάποιον άλλο
- σήμερα ήρθε ο νονός μου και μου έφερε δώρο μια τεράστια λαμπάδα
- το επίδομα που παίρνουν οι μισθωτοί για τις γιορτές των Χριστουγέννων (δέκατος τρίτος μισθός) και του Πάσχα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δώρο(ν) άδωρο(ν): λέγεται για προσφορά που δεν έχει καμία αξία (βλέπε: δώρον άδωρον)
- θείο δώρο: κάτι πολύτιμο που μας δόθηκε από το Θεό ή τη φύση.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και
και τα κύρια ονόματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δώρο
|
|