δωροδοκία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δωροδοκία < (ελληνιστική κοινή) δωροδοκία (=λήψη δώρου). Η σημασία του άλλαξε σε δίνω δώρο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δωροδοκία θηλυκό
- (διαφθορά) το να δίνει κάποιος παρανόμως χρήματα ή άλλη αμοιβή σε κάποιον αξιωματούχο ή υπάλληλο για να παραβεί τους νόμους ή τους κανονισμούς της υπηρεσίας του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δωροδοκία