λήψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λήψη οι λήψεις
      γενική της λήψης* των λήψεων
    αιτιατική τη λήψη τις λήψεις
     κλητική λήψη λήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λήψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λήψη < αρχαία ελληνική λῆψις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈli.psi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λήψη θηλυκό

  1. αυτό που λαμβάνω, πάρσιμο, αποδοχή
    λήψη της δόσης
  2. η ενέργεια της λήψης, πάρσιμο, αποδοχή
  3. (συνεκδοχικά) λήψη εικόνας, ήχου ή άλλου σήματος
    η λήψη του τηλεοπτικού σήματος είναι καλή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]