εικόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἰκόνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικόνα οι εικόνες
      γενική της εικόνας των εικόνων
    αιτιατική την εικόνα τις εικόνες
     κλητική εικόνα εικόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η εικόνα ενός βουνού όπως αντικατοπτρίζεται μέσα σε λίμνη.
Εικόνα του αγίου Αντωνίου.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικόνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἰκών από την αιτιατική ενικού «τὴν εἰκόνα». Δείτε και εικάζω.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈko.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κό‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εικόνα θηλυκό

  1. δισδιάστατη εμφάνιση ή αναπαράσταση με τεχνικά μέσα πραγματικού αντικειμένου
    Η εικόνα της Αθήνας από ψηλά σε μία αεροφωτογραφία.
  2. εμφάνιση αντικειμένου ή γεγονότος ή φωτογραφίας με ηλεκτρονικά μέσα
    Η τηλεόραση έχει κακή εικόνα· παρεμβάλλονται παράσιτα.
  3. το είδωλο ατόμου ή αντικειμένου
    Είδα την εικόνα σου στον καθρέφτη.
    Κλείνω το μάτια και βλέπω την εικόνα σου.
  4. ομοιότητα προς άλλον
    είναι εικόνα του, δηλαδή σαν αντίγραφο
  5. (μεταφορικά) γενική, λιτή, αλλά ουσιαστική και πιστή αναπαράσταση ή η εμφάνιση μιας κατάστασης
    Δώσε μου μια γενική εικόνα του τι συνέβη.
    Η εικόνα που παρουσίαζαν/(έδιναν προς τα έξω) ήταν κακή.
    Έχω μια γενική εικόνα στο μυαλό μου αλλά δε θυμάμαι λεπτομέρειες.
  6. (ζωγραφική, εκκλησιαστικός όρος) πίνακας ζωγραφικής σε ξύλινη επιφάνεια κυρίως για τη θρησκευτική λατρεία
    προσκύνησαν την εικόνα της Παναγίας
    περιφορά των αγίων εικόνων
    Έχω μια αγιορείτικη εικόνα της Παναγίας.
     συνώνυμα: εικόνισμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
εικον- 

με θέμα εικον-

και

→ και δείτε τη λέξη εικάζω για θέματα με εικασ-,

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]