εξεικονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξεικονίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐξεικονίζω < αρχαία ελληνική εἰκών
Ρήμα[επεξεργασία]
εξεικονίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξεικονίζω | εξεικόνιζα | θα εξεικονίζω | να εξεικονίζω | εξεικονίζοντας | |
β' ενικ. | εξεικονίζεις | εξεικόνιζες | θα εξεικονίζεις | να εξεικονίζεις | εξεικόνιζε | |
γ' ενικ. | εξεικονίζει | εξεικόνιζε | θα εξεικονίζει | να εξεικονίζει | ||
α' πληθ. | εξεικονίζουμε | εξεικονίζαμε | θα εξεικονίζουμε | να εξεικονίζουμε | ||
β' πληθ. | εξεικονίζετε | εξεικονίζατε | θα εξεικονίζετε | να εξεικονίζετε | εξεικονίζετε | |
γ' πληθ. | εξεικονίζουν(ε) | εξεικόνιζαν εξεικονίζαν(ε) |
θα εξεικονίζουν(ε) | να εξεικονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξεικόνισα | θα εξεικονίσω | να εξεικονίσω | εξεικονίσει | ||
β' ενικ. | εξεικόνισες | θα εξεικονίσεις | να εξεικονίσεις | εξεικόνισε | ||
γ' ενικ. | εξεικόνισε | θα εξεικονίσει | να εξεικονίσει | |||
α' πληθ. | εξεικονίσαμε | θα εξεικονίσουμε | να εξεικονίσουμε | |||
β' πληθ. | εξεικονίσατε | θα εξεικονίσετε | να εξεικονίσετε | εξεικονίστε | ||
γ' πληθ. | εξεικόνισαν εξεικονίσαν(ε) |
θα εξεικονίσουν(ε) | να εξεικονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξεικονίσει | είχα εξεικονίσει | θα έχω εξεικονίσει | να έχω εξεικονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξεικονίσει | είχες εξεικονίσει | θα έχεις εξεικονίσει | να έχεις εξεικονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξεικονίσει | είχε εξεικονίσει | θα έχει εξεικονίσει | να έχει εξεικονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξεικονίσει | είχαμε εξεικονίσει | θα έχουμε εξεικονίσει | να έχουμε εξεικονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξεικονίσει | είχατε εξεικονίσει | θα έχετε εξεικονίσει | να έχετε εξεικονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξεικονίσει | είχαν εξεικονίσει | θα έχουν εξεικονίσει | να έχουν εξεικονίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξεικονίζω
|