Μετάβαση στο περιεχόμενο

icon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
icon icons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

icon (en)

  1. η εικόνα
  2. (πληροφορική) εικονίδιο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]