picture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
picture | pictures |
picture (en)
- η εικόνα
- η φωτογραφία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | picture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pictures |
αόριστος | pictured |
παθητική μετοχή | pictured |
ενεργητική μετοχή | picturing |
picture (en)