Μετάβαση στο περιεχόμενο

reception

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reception receptions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reception (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ρεσεψιόν, ο χώρος μέσα στην είσοδο ενός ξενοδοχείου, ενός κτιρίου γραφείων κτλ. όπου οι επισκέπτες πηγαίνουν πρώτοι όταν φτάνουν
      I asked reception if there’s a free room.
    Ρώτησα στη ρεσεψιόν αν υπάρχει ελεύθερο δωμάτιο.
      On arrival, collect your keys from reception.
    Με την άφιξή σας, παραλάβετε τα κλειδιά σας από τη ρεσεψιόν.
  2. η δεξίωση, μια επίσημη κοινωνική περίσταση για να υποδεχτούμε κάποιον ή να γιορτάσουμε κάτι
      Sweets will also be offered at the reception.
    Στη δεξίωση θα προσφερθούν και γλυκίσματα.
  3. (μόνο ενικός) η υποδοχή, το είδος του καλωσορίσματος που δίνεται σε κάποιον ή κάτι
      warm/good/frosty reception - θερμή/καλή/ψυχρή υποδοχή
      Her book had an enthusiastic reception.
    Το βιβλίο της έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.
  4. (μη μετρήσιμο) η λήψη, η ποιότητα των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σημάτων που εκπέμπονται
      Do you have good TV reception in your area?
    Έχετε καλή τηλεοπτική λήψη στην περιοχή σας;
  5. (μη μετρήσιμο) η υποδοχή, η πράξη της υποδοχής κάποιου
      I am readying rooms for the reception of guests.
    Ετοιμάζω δωμάτια για την υποδοχή ξένων.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη receipt



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reception < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική reception

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reception (it)