συνεκδοχικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεκδοχικά < συνεκδοχικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

συνεκδοχικά

  1. όταν μία λέξη χρησιμοποιείται όχι κυριολεκτικά αλλά σαν σχήμα λόγου, στη θέση μιας άλλης με την οποία, όμως, είναι άμεσα σχετική και:
    • είναι γενικότερη από αυτήν
      η λέξη γη χρησιμοποιείται συνεκδοχικά αντί της λέξης χώμα
    • αποτελεί τμήμα ή μικρότερο μέρος αυτής
      οι λέξεις τιμόνι ή ρόδα χρησιμοποιούνται συνεκδοχικά αντί της λέξης αυτοκίνητο
    • είναι το όργανο της ενέργειας
      η λέξη νυστέρι χρησιμοποιείται συνεκδοχικά αντί της λέξης εγχείρηση
    • είναι η ενέργεια στην οποία χρησιμοποιείται το όργανο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • λέμε ότι μια λέξη έχει συνεκδοχικά και μία δεύτερη σημασία όταν είναι σχετική με το αντικείμενο ή την έννοια που αντικαθιστά ενώ λέμε ότι μία λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν δεν είναι άμεσα σχετική
    οι λέξεις τιμόνι ή ρόδα συνεκδοχικά σημαίνουν και το αυτοκίνητο ενώ η λέξη βόδι χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να δηλώσει έναν βλάκα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συνεκδοχικά