χώμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χῶμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χώμα τα χώματα
      γενική του χώματος των χωμάτων
    αιτιατική το χώμα τα χώματα
     κλητική χώμα χώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χώ‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χώμα ουδέτερο

  1. το λεπτόκοκκο στερεό υλικό που καλύπτει την επιφάνεια πλανητών
    η πιο απλή συνταγή για λάσπη είναι χώμα και νερό
  2. (στον πληθυντικό) χώματα: ποσότητα από χώμα
    γέμισε η αυλή χώματα
  3. το έδαφος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 14.