Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλκοόλ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλκοόλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική alcool < μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική كحل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλκοόλ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]