Μετάβαση στο περιεχόμενο

alkohol

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alkohol (hr) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alkohol (pl) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alkohol (sr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alkohol (sk) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alkohol (cs) αρσενικό

  1. (χημεία) η αλκοόλη
  2. το οινόπνευμα, το αλκοόλ