Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλκοόλη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλκοόλη οι αλκοόλες
      γενική της αλκοόλης των αλκοολών
    αιτιατική την αλκοόλη τις αλκοόλες
     κλητική αλκοόλη αλκοόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλκοόλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλκοόλη θηλυκό

  • (χημεία) οποιαδήποτε οργανική ένωση που περιέχει ένα ή περισσότερα υδροξύλια ή υδροξυομάδες (-OH), συνδεμένα με άτομο άνθρακα και εφόσον το υδροξύλιο είναι η κύρια χαρακτηριστική ομάδα της ένωσης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]