οινόπνευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οινόπνευμα τα οινοπνεύματα
      γενική του οινοπνεύματος των οινοπνευμάτων
    αιτιατική το οινόπνευμα τα οινοπνεύματα
     κλητική οινόπνευμα οινοπνεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οινόπνευμα < οἰνόπνευμα < αρχαία ελληνική οἶνος + πνεῦμα (<πνέω) (μαρτυρείται από το 1815), (μεταφραστικό δάνειο) παλαιά γαλλική esprit de vin (το πνεύμα του οίνου)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈno.pnev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐νό‐πνευ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οινόπνευμα ουδέτερο

  1. πτητικό κι εύφλευκτο υγρό, χωρίς χρώμα και ευδιάλυτο στο νερό, που περιέχεται ως βασικό συστατικό στα αλκοολούχα ποτά και τα διάφορα προϊόντα ζύμωσης· χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό, ως συστατικό φαρμάκων, ως διαλυτικό κ.λπ.
    • Και μετά ταύτα αποστάζεται καθώς το εδικόν μας οινόπνευμα με παρόμοιον λέβητα. (Ἑρμῆς ὁ Κερδῷος, 1815)
    • Αν γίνει κάποιος μικροτραυματισμός, απολυμάνετε την περιοχή με οινόπνευμα και τοποθετήστε ένα καθαρό επίδεσμο. (*)
  2. (συνεκδοχικά) κάθε ποτό που περιέχει το παραπάνω υγρό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]