οἶνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οίνος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἶνος οἱ οἶνοι
      γενική τοῦ οἴνου τῶν οἴνων
      δοτική τῷ οἴν τοῖς οἴνοις
    αιτιατική τὸν οἶνον τοὺς οἴνους
     κλητική ! οἶνε οἶνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἴνω
γεν-δοτ τοῖν  οἴνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἶνος < Ϝοινος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wóih₁nom < ρίζα *woino-. Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀺𐀜 (wo-no, Ϝοινος), λατινική vinum (< γαλλική vin, αγγλική wine)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οἶνος, -ου αρσενικό

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
οἰνo- 

και

Πηγές[επεξεργασία]