οἶνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οἶνος | οἱ | οἶνοι |
γενική | τοῦ | οἴνου | τῶν | οἴνων |
δοτική | τῷ | οἴνῳ | τοῖς | οἴνοις |
αιτιατική | τὸν | οἶνον | τοὺς | οἴνους |
κλητική ὦ! | οἶνε | οἶνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἴνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἴνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οἶνος < Ϝοινος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wóih₁nom < ρίζα *woino-. Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀺𐀜 (wo-no, Ϝοινος), λατινική vinum (< γαλλική vin, αγγλική wine)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οἶνος, -ου αρσενικό
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
οἰνo-
οἰνo-
- οἰνο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα οινο- στο Βικιλεξικό όπως οἰνοχόος, ἐνοινοφλύω, οἰναγγεῖον, οἰνηγός Οἰνόφυτα
- Λέξεις οἰν- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
και
- ἄνοινος
- ἄοινος
- δύσοινος
- ἐξοινέω
- ἐξοινία
- ἐξοινίζω
- ἐξοινόομαι
- ἔξοινος
- ἔνοινος
- ἐπιοίνιος
- εὐοινέω
- εὐοινία
- εὐοίνιστος
- εὔοινος
- ἡδυοινία
- ἡδύοινος
- θέοινος
- κακοοινία
- καλλιοινία
- κάροινον
- κατοινόομαι
- κάτοινος
- μισοινία
- μίσοινος
- οἰναρέα
- οἰνάρεον
- οἰνάρεος
- οἰνάριον
- οἰναρίς
- οἰναρίζω
- οἴναρον
- οἴναρος
- οἰνηρός
- οἰνήρυσις
- οἰνιάς
- οἰνιαστήρια
- οἰνίδιον
- οἰνίζω, οἰνίζομαι
- οἰνικός
- οἴνινος
- οἰνίσκος
- οἰνιστήρια
- οἰνιψυκτήρ
- οἰνοειδής
- οἰνόεις
- οἰνόω
- οἶνοψ
- οἰνώδης
- οἰνών
- οἰνωπός
- οἰνωροί
- οἴνωσις
- οἴνωτρον
- οἰνώψ
- ὀλιγόϊνος
- πανθοινία
- πάνθοινος
- παροινέω
- παροίνημα
- παροινία
- παροινιάζω
- παροινικός
- παροίνιος
- πάροινος
- πολυοινέω
- πολυοινία
- πολύοινος
- ὑπέροινος
- ὕποινος
- φερέοινος
- φιλοινία
- φίλοινος
Πηγές[επεξεργασία]
- οἶνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ποτά (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)