αλήθεια
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αλήθεια | αλήθειες |
γενική | αλήθειας | αληθειών |
αιτιατική | αλήθεια | αλήθειες |
κλητική | αλήθεια | αλήθειες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλήθεια < αρχαία ελληνική ἀλήθεια < ἀληθής < α- στερητικό + λήθη
- Ως παράγωγο του «ἀληθής» θα σήμαινε ακριβώς την κατάσταση που τα πράγματα δεν έχουν ξεχαστεί, είναι γνωστά ή φανερά, άρα είναι πραγματικά. Στη φιλοσοφία η λέξη χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες θεωρίες εκφράζοντας την αληθή γνώση των πράξεων,των γεγονότων και του κόσμου
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ˈli.θça/ και /a.ˈli.θi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλήθεια θηλυκό
- καθετί που συμφωνεί με την πραγματικότητα, αυτό που όντως συνέβη ή συμβαίνει ή είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα συμβεί, αξιόπιστα δεδομένα
- γιατί αμφισβητείς πάντα την αλήθεια των λόγων μου;
- η συμφωνία ανάμεσα στα πράγματα και το νου, καθετί που ως νοητική εικόνα αποδίδει πιστά την πραγματικότητα
- η πλήρης εικόνα που συνθέτουν τα επιμέρους στοιχεία ενός γεγονότος, χωρίς να αποκρύπτεται ή διαστρεβλώνεται κανένα δεδομένο και χωρίς υποκειμενικές αποτιμήσεις
- η απουσία ψεύδους ή άλλης σκόπιμης αλλοίωσης της πραγματικότητας
- θέλω να μου λες όλη την αλήθεια
- καθετί που θεωρείται ορθό, καθετί που ισχύει στα πλαίσια μιας θεωρίας ή καθετί που συμφωνεί με την κοινή αντίληψη και το κοινό αίσθημα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο
- η αλήθεια για τους σοφιστές είναι σχετική
- καθετί που μπορεί να επαληθευτεί πειραματικά ή να ελεγχθεί με τη λογική και την εμπειρία
- η επιστημονική αλήθεια
- καθετί που είναι διαχρονικό
- παραδεδεγμένη αλήθεια
- απόλυτη δογματική πίστη βασισμένη σε πεποίθηση και όχι δεδομένα
- η αλήθεια της Ορθόδοξης πίστεως
- η ιερή αλήθεια του Ισλάμ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δόση / κόκκος / ίχνος αλήθειας : πολύ μικρό μέρος της αλήθειας
- η αστυνομία έχει ανακαλύψει ίχνη της αλήθεια για το έγκλημα
- η αλήθεια είναι πικρή : η αλήθεια έχει μεγάλο τίμημα
- να ξέρεις ότι η αλήθεια είναι πικρή
- η μαύρη αλήθεια : πράγματα αληθινά αλλά πικρά, δυσάρεστα, οδυνηρά
- η ώρα της αλήθειας : η ώρα της κρίσης για κάτι
- έφτασε η ώρα της αλήθειας
- στ' αλήθεια : αληθινά, πράγματι
- συνθήκες αληθείας : οι προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων που περιγράφουν ή σχετίζονται με κάποιες καταστάσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλήθεια