αληθώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αληθώς < αρχαία ελληνική ἀληθῶς < ἀληθής
Επίρρημα
[επεξεργασία]αληθώς
- αληθινά, όντως, πράγματι
- -Χριστός ανέστη! -Αληθώς ανέστη!