πράγματι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πράγματι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πράγματι, δοτική του πρᾶγμα, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική in der Tat [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾaɣmati/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πράγ‐μα‐τι
- παλιότερος συλλαβισμός : πρά‐γμα‐τι
Επίρρημα[επεξεργασία]
πράγματι
- η επιβεβαίωση, πως κάτι ισχύει
- Πράγματι! αυτό κοστίζει τόσο! Απίστευτο!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη πράγμα και το αρχαίο πρᾶγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πράγματι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πράγματι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)