πράγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πράγμα | τα | πράγματα |
γενική | του | πράγματος | των | πραγμάτων |
αιτιατική | το | πράγμα | τα | πράγματα |
κλητική | πράγμα | πράγματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πράγμα < αρχαία ελληνική πρᾶγμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πράγμα και πράμα ουδέτερο
- κάθε αντικείμενο, κάθε τι που μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας
- κάθε υλικό αντικείμενο σε αντιδιαστολή με τα ζώα
- ζήτημα, υπόθεση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι στα πράγματα: κατέχω πολιτική θέση ή πρόσκειμαι σε αυτούς που έχουν την εξουσία
- καλώς εχόντων των πραγμάτων
- κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο)