υπόθεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόθεση οι υποθέσεις
      γενική της υπόθεσης* των υποθέσεων
    αιτιατική την υπόθεση τις υποθέσεις
     κλητική υπόθεση υποθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπόθεση < αρχαία ελληνική ὑπόθεσις < ὑποτίθημι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπόθεση θηλυκό

  1. ένα θέμα που μας απασχολεί
    τι γίνεται με την υπόθεση του σπιτιού;
  2. ένα σύνολο στοιχείων και γεγονότων που εξετάζονται ως ενότητα
    μια πολύκροτη δικαστική υπόθεση
  3. μία πρόταση με την οποία υποθέτουμε κάτι το οποίο είτε είναι δυνατόν να συμβεί είτε αδύνατο είτε απλώς πιθανό, ώστε να εξετάσουμε ή να δηλώσουμε τα πιθανά αποτελέσματα
    μην κάνεις υποθέσεις σε τέτοια ευαίσθητα ζητήματα
     συνώνυμα: εικασία
  4. (γραμματική) το πρώτο σκέλος ενός υποθετικού λόγου με δεύτερο την απόδοση· συνήθως είναι υποθετική πρόταση που εισάγεται με το αν, μπορεί όμως να είναι και ευθεία ερώτηση ή να έχει άλλες μορφές.
  5. (λογική, μαθηματικά) βλ. συνώνυμο εικασία
  6. (λογική) το πρώτο (αριστερό) μέρος της συνεπαγωγής[1][2]
    Αντώνυμο: συμπέρασμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πατσάκης Νικόλαος, Παπαδάκης Γεώργιος (Ηράκλειο 2014), «Σύστημα για Επεξεργασία Λογικών Εκφράσεων, 11.9 Συνεπαγωγή και Ισοδυναμία (Material Implication and Equivalence)», σελ.42. Προσπέλαση 2020-03-01
  2. Κωνσταντίνος Τσίχλας, «Διακριτά μαθηματικά - Βασικά στοιχεία λογικής», σελ. 23-25, Department of Informatics at Aristotle University. Προσπέλαση 2020-03-01