affair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

affair (en)

  1. η υπόθεση (ζήτημα)
  2. ερωτική σχέση, συνήθως έντονη κι όχι μεγάλης διάρκειας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]