Μετάβαση στο περιεχόμενο

matter

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
matter matters

matter (en)

  1. (μόνο ενικός ως the matter) χρησιμοποιείται (για να ρωτήσω) εάν κάποιος είναι στενοχωρημένος, δυστυχισμένος κτλ. ή αν υπάρχει πρόβλημα
          What’s the matter?
    Τι συμβαίνει.
          What’s the matter with you?
    Το σου συμβαίνει;/Τι έχεις;
          Nothing’s the matter with me.
    Δεν μου συμβαίνει τίποτα.
          Is something the matter with dad?
    Συμβαίνει τίποτα στον πατέρα;
  2. (μετρήσιμο) το θέμα, το ζήτημα, η υπόθεση, η περίπτωση, το πρόβλημα, κάτι που πρέπει να εξετάσω ή να αντιμετωπίσω
          I don’t know a lot about this matter.
    Δεν ξέρω πολλά γι' αυτό το θέμα.
          The matter at issue is…
    Το θέμα είναι…
          the matter in hand/the matter at hand - το θέμα/ζήτημα μας απασχολεί
          I have no choice in this matter.
    Σ' αυτό το ζήτημα δεν έχω εκλογή.
          It’s a matter of taste/opinion/principle.
    Είναι ζήτημα γούστο/γνώμης/αρχής.
          It is no easy matter.
    Δεν είναι εύκολη υπόθεση.
          The matter is that…
    Η υπόθεση είναι ότι…
          That is a completely different matter.
    Αυτό είναι εντελώς άλλη/διαφορετική υπόθεση/περίπτωση.
          The recovery of the Greek economy is a complex matter.
    Η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα.
          This is the crux of the matter.
    Αυτός είναι ο κόμπος του προβλήματος.
     συνώνυμα:  case και question,  και δείτε τις λέξεις affair και subject
  3. (μόνο πληθυντικός) τα θέματα, οι υποθέσεις, η παρούσα κατάσταση ή την κατάσταση για την οποία μιλάω
          in matters of education/money/administration - στα εκπαιδευτικά/χρηματικά/διοικητικά θέματα
          Mind your own matters!
    Κοίτα τις δικές σου υποθέσεις!
  4. (μόνο ενικός) το θέμα, η υπόθεση, το ζήτημα, κατάσταση που περιλαμβάνει κάτι ή εξαρτάται από κάτι
          on a matter of principle - σε θέματα αρχής
          He is strict in the matter of discipline.
    Είναι αυστηρός στο θέμα της πειθαρχίας.
          In the end, it’s all a matter of what you want to do.
    Τελικά είναι θέμα του τι θέλεις.
          It’s a matter of 20 euros.
    Είναι θέμα 20 ευρώ.
          Notification of the competition’s results is a matter of time.
    Η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι θέμα ημερών.
          It’s a matter of taste/opinion/habit.
    Είναι θέμα/ζήτημα γούστου/γνώμης/συνήθειας.
          It’s a matter of time and money.
    Είναι θέμα/ζήτημα χρόνου και χρημάτων.
          It is only a matter of ten kilometers.
    Είναι υπόθεση δέκα χιλιομέτρων.
          in the matter of human rights - στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
     συνώνυμα:  issue και question
  5. (μη μετρήσιμο, φυσική) η ύλη, συστατικό των σωμάτων με κύρια χαρακτηριστικά τον όγκο, το βάρος και τη μάζα
          the properties of matter - οι ιδιότητες της ύλης
  6. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η ύλη, ουσία ή πράγματα συγκεκριμένου είδους
          organic/inorganic matter - οργανική/ανόργανη ύλη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας matter
γ΄ ενικό ενεστώτα matters
αόριστος mattered
παθητική μετοχή mattered
ενεργητική μετοχή mattering

matter (en)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο) νοιάζει, πειράζει, έχει σημασία, σημαίνει
          What does it matter to you?
    Τι σε νοιάζει εσένα;
          Does it matter (to you) if I don’t come?
    (Σε) πειράζει αν δεν έρθω;
          Why would/should it matter to me?
    Γιατί να με πειράζει;
          It doesn’t matter to me at all.
    Δε με πειράζει καθόλου.
          It matters a lot.
    Πειράζει και πολύ.
          Does it matter if he was alone or not?
    Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
          It does not matter whatsoever.
    Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
          These considerations matter greatly to me.
    Αυτοί οι λόγοι έχουν μεγάλη σημασία για μένα.
          Your friendship/your opinion matters a lot to me.
    Η φιλία σου/Η γνώμη σου σημαίνει πολλά για μένα.
     συνώνυμα: concern  και δείτε τη λέξη care