matter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
matter matters

matter (en)

  1. ύλη
  2. ζήτημα, θέμα, λόγος ανησυχίας

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας matter
γ΄ ενικό ενεστώτα matters
αόριστος mattered
παθητική μετοχή mattered
ενεργητική μετοχή mattering

matter (en)

  1. (στο γ' πρόσωπο) νοιάζει, πειράζει
    What does it matter to you?
    Τι σε νοιάζει εσένα;