matter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
matter | matters |
matter (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | matter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | matters |
αόριστος | mattered |
παθητική μετοχή | mattered |
ενεργητική μετοχή | mattering |
matter (en)