matter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
matter | matters |
matter (en)
- (μόνο ενικός ως the matter) χρησιμοποιείται (για να ρωτήσω) εάν κάποιος είναι στενοχωρημένος, δυστυχισμένος κτλ. ή αν υπάρχει πρόβλημα
- (μετρήσιμο) το θέμα, το ζήτημα, η υπόθεση, η περίπτωση, το πρόβλημα, κάτι που πρέπει να εξετάσω ή να αντιμετωπίσω
I don’t know a lot about this matter.
- Δεν ξέρω πολλά γι' αυτό το θέμα.
The matter at issue is…
- Το θέμα είναι…
the matter in hand/the matter at hand - το θέμα/ζήτημα μας απασχολεί
I have no choice in this matter.
- Σ' αυτό το ζήτημα δεν έχω εκλογή.
It’s a matter of taste/opinion/principle.
- Είναι ζήτημα γούστο/γνώμης/αρχής.
It is no easy matter.
- Δεν είναι εύκολη υπόθεση.
The matter is that…
- Η υπόθεση είναι ότι…
That is a completely different matter.
- Αυτό είναι εντελώς άλλη/διαφορετική υπόθεση/περίπτωση.
The recovery of the Greek economy is a complex matter.
- Η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα.
This is the crux of the matter.
- Αυτός είναι ο κόμπος του προβλήματος.
- ≈ συνώνυμα: case και question, → και δείτε τις λέξεις affair και subject
- (μόνο πληθυντικός) τα θέματα, οι υποθέσεις, η παρούσα κατάσταση ή την κατάσταση για την οποία μιλάω
- (μόνο ενικός) το θέμα, η υπόθεση, το ζήτημα, κατάσταση που περιλαμβάνει κάτι ή εξαρτάται από κάτι
on a matter of principle - σε θέματα αρχής
He is strict in the matter of discipline.
- Είναι αυστηρός στο θέμα της πειθαρχίας.
In the end, it’s all a matter of what you want to do.
- Τελικά είναι θέμα του τι θέλεις.
It’s a matter of 20 euros.
- Είναι θέμα 20 ευρώ.
Notification of the competition’s results is a matter of time.
- Η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι θέμα ημερών.
It’s a matter of taste/opinion/habit.
- Είναι θέμα/ζήτημα γούστου/γνώμης/συνήθειας.
It’s a matter of time and money.
- Είναι θέμα/ζήτημα χρόνου και χρημάτων.
It is only a matter of ten kilometers.
- Είναι υπόθεση δέκα χιλιομέτρων.
in the matter of human rights - στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
- ≈ συνώνυμα: issue και question
- (μη μετρήσιμο, φυσική) η ύλη, συστατικό των σωμάτων με κύρια χαρακτηριστικά τον όγκο, το βάρος και τη μάζα
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η ύλη, ουσία ή πράγματα συγκεκριμένου είδους
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | matter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | matters |
αόριστος | mattered |
παθητική μετοχή | mattered |
ενεργητική μετοχή | mattering |
matter (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο) νοιάζει, πειράζει, έχει σημασία, σημαίνει
What does it matter to you?
- Τι σε νοιάζει εσένα;
Does it matter (to you) if I don’t come?
- (Σε) πειράζει αν δεν έρθω;
Why would/should it matter to me?
- Γιατί να με πειράζει;
It doesn’t matter to me at all.
- Δε με πειράζει καθόλου.
It matters a lot.
- Πειράζει και πολύ.
Does it matter if he was alone or not?
- Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
It does not matter whatsoever.
- Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
These considerations matter greatly to me.
- Αυτοί οι λόγοι έχουν μεγάλη σημασία για μένα.
Your friendship/your opinion matters a lot to me.
- Η φιλία σου/Η γνώμη σου σημαίνει πολλά για μένα.
- ≈ συνώνυμα: concern → και δείτε τη λέξη care
Πηγές
[επεξεργασία]- matter (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- matter (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 353, 370, 689, 735, 787, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζήτημα, θέμα, περίπτωση, πρόβλημα, σημασία, υπόθεση