matter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
matter matters

matter (en)

  1. (μόνο στον ενικό ως the matter) το θέμα, το πρόβλημα
    The matter at issue is…
    Το θέμα είναι…
    This is the crux of the matter.
    Αυτός είναι ο κόμπος του προβλήματος.
  2. (μετρήσιμο) το θέμα, το ζήτημα, η υπόθεση, η περίπτωση, κάτι που πρέπει να εξετάσω ή να αντιμετωπίσω
    I don’t know a lot about this matter.
    Δεν ξέρω πολλά γι' αυτό το θέμα.
    the matter in hand/the matter at hand - το θέμα/ζήτημα μας απασχολεί
    I have no choice in this matter.
    Σ' αυτό το ζήτημα δεν έχω εκλογή.
    It’s a matter of taste/opinion/principle.
    Είναι ζήτημα γούστο/γνώμης/αρχής.
    It is no easy matter.
    Δεν είναι εύκολη υπόθεση.
    The matter is that…
    Η υπόθεση είναι ότι…
    That is a completely different matter.
    Αυτό είναι εντελώς άλλη/διαφορετική υπόθεση/περίπτωση.
     συνώνυμα:  case και question, → και δείτε τις λέξεις affair και subject
  3. (μόνο στον πληθυντικό) τα θέματα, οι υποθέσεις, η παρούσα κατάσταση ή την κατάσταση για την οποία μιλάω
    in matters of education/money/administration - στα εκπαιδευτικά/χρηματικά/διοικητικά θέματα
    Mind your own matters!
    Κοίτα τις δικές σου υποθέσεις!
  4. (μόνο στον ενικό) το θέμα, η υπόθεση, το ζήτημα, μια κατάσταση που περιλαμβάνει κάτι ή εξαρτάται από κάτι
    on a matter of principle - σε θέματα αρχής
    He is strict in the matter of discipline.
    Είναι αυστηρός στο θέμα της πειθαρχίας.
    In the end, it’s all a matter of what you want to do.
    Τελικά είναι θέμα του τι θέλεις.
    It’s a matter of 20 euros.
    Είναι θέμα 20 ευρώ.
    It’s a matter of taste/opinion/habit.
    Είναι θέμα/ζήτημα γούστου/γνώμης/συνήθειας.
    It’s a matter of time and money.
    Είναι θέμα/ζήτημα χρόνου και χρημάτων.
    It is only a matter of ten kilometers.
    Είναι υπόθεση δέκα χιλιομέτρων.
    in the matter of human rights - στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
     συνώνυμα:  issue και question
  5. η ύλη

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας matter
γ΄ ενικό ενεστώτα matters
αόριστος mattered
παθητική μετοχή mattered
ενεργητική μετοχή mattering

matter (en)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο) νοιάζει, πειράζει, έχει σημασία, σημαίνει
    What does it matter to you?
    Τι σε νοιάζει εσένα;
    Does it matter if he was alone or not?
    Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
    It does not matter whatsoever.
    Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
    These considerations matter greatly to me.
    Αυτοί οι λόγοι έχουν μεγάλη σημασία για μένα.
    Your friendship/your opinion matters a lot to me.
    Η φιλία σου/Η γνώμη σου σημαίνει πολλά για μένα.

Πηγές[επεξεργασία]