ζήτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζήτημα | τα | ζητήματα |
γενική | του | ζητήματος | των | ζητημάτων |
αιτιατική | το | ζήτημα | τα | ζητήματα |
κλητική | ζήτημα | ζητήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζήτημα < αρχαία ελληνική ζήτημα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζήτημα ουδέτερο
- αυτό που ζητώ να βρω, να λύσω, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αντιμετωπίσω
- σημαντικό θέμα που μας απασχολεί
- ερώτημα σε διαγώνισμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζήτημα ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζήτημα ουδέτερο