ζητώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζητώ < κληρονομημένη από την αρχαία ελληνική ζητῶ, συνηρημένος τύπος του ζητέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ziˈtɔ/
- τονικό παρώνυμο: ζήτω
Ρήμα[επεξεργασία]
ζητώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του ζητάω