Κατηγορία:Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Προφορά » Παρώνυμα » Τονικά παρώνυμα ««« |
για τους συντάκτες:{{παρών|τον=1}}
|
- τονικά παρώνυμα: λέξεις με την ίδια προφορά αλλά διαφορετικό τονισμό
Σελίδες στην κατηγορία "Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 565 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- άγγιχτος
- αγγόνια
- αγία
- αγιογραφώ
- αγκωνιά
- αγνεία
- αγώγι
- άδεια
- αδερφή
- αδέρφι
- αδιάκριτος
- αδιακρίτως
- αδύνατο
- αδυνατώ
- αερολόγο
- αερολογώ
- αερόπλανο
- Αθήνα
- Αθηνά
- Αθηναίος
- αθλώ
- αιφνίδιος
- αιφνιδίως
- άλκη
- αλκή
- άμε
- αμέ
- Αμερικανός
- αμερικανός
- αμετάκλητος
- αμετακλήτως
- ανάλογο
- αναλογώ
- ανάμα
- άναμμα
- άνηκα
- ανήκα
- άνηκαν
- ανήκαν
- άνθος
- ανθός
- ανθρώπινος
- ανθρωπινός
- ανίσως
- αντίγονο
- αντιγόνο
- αντίγραφο
- αντιγράφω
- αντράκλα
- απαντά
- απατός
- άπειρος
- αποδημώ
- απόζω
- αποζώ
- απονέρια
- απονεριά
- απόρροια
- απόχη
- αποχή
- Άπω
- άρα
- αρά
- αραιός
- άρβυλα
- αρβύλα
- Άργος
- αργός
- άργυρος
- αργυρός
- Αργυρός
- Αργυρού
- αρμένικος
- αρμενικός
- αρπαγή
- άρχων
- αρχών
- ασημόγκριζος
- ασημογκρίζος
- ΑΣΜ
- αστή
- άστυ
- αχίλλεια
- Αχιλλεία
Δ
Ε
- έγγλυφη
- εγγλυφή
- έγγραφο
- Εγίρα
- εκείνο
- εκθέτω
- εκκινώ
- έκτος
- εκτός
- ελατός
- εμμέσως
- εμπορείο
- εμπόριο
- εμπράκτως
- εμπροθέσμως
- εναγώνιος
- εναγωνίως
- ενδιαμέσως
- έννοια
- έντοκος
- εντόκως
- εξαιρέσει
- εξαιρώ
- έξτρα
- επενδύτης
- επενδυτής
- επίσημος
- επισήμως
- επόμενος
- επωνυμία
- ερημοκλήσια
- ερημοκλησιά
- εσωκλείστως
- ετησίες
- ετοιμόλογος
- ευνοουμένη
- ευχάριστος
- ευχαρίστως
- έχθρα
- εχθρά