αστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στό
- τονικό παρώνυμο: άστο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αστό αρσενικό
Δείτε επίσης : άστο, άσ' το |
αστό αρσενικό