διακοσμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακοσμώ < αρχαία ελληνική διακοσμέω / διακοσμῶ < διά + κοσμέω / κοσμῶ < κόσμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική décorer)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.kɔ.ˈzmɔ/ και /ðʝa.kɔ.ˈzmɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
διακοσμώ (παθητική φωνή: διακοσμούμαι)
- στολίζω κάτι (χώρο, αντικείμενο) με διάφορα στολίδια ή σχέδια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
|
διακοσμημένος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακοσμώ | διακοσμούσα | θα διακοσμώ | να διακοσμώ | διακοσμώντας | |
β' ενικ. | διακοσμείς | διακοσμούσες | θα διακοσμείς | να διακοσμείς | (διακόσμει) | |
γ' ενικ. | διακοσμεί | διακοσμούσε | θα διακοσμεί | να διακοσμεί | ||
α' πληθ. | διακοσμούμε | διακοσμούσαμε | θα διακοσμούμε | να διακοσμούμε | ||
β' πληθ. | διακοσμείτε | διακοσμούσατε | θα διακοσμείτε | να διακοσμείτε | διακοσμείτε | |
γ' πληθ. | διακοσμούν(ε) | διακοσμούσαν(ε) | θα διακοσμούν(ε) | να διακοσμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακόσμησα | θα διακοσμήσω | να διακοσμήσω | διακοσμήσει | ||
β' ενικ. | διακόσμησες | θα διακοσμήσεις | να διακοσμήσεις | διακόσμησε | ||
γ' ενικ. | διακόσμησε | θα διακοσμήσει | να διακοσμήσει | |||
α' πληθ. | διακοσμήσαμε | θα διακοσμήσουμε | να διακοσμήσουμε | |||
β' πληθ. | διακοσμήσατε | θα διακοσμήσετε | να διακοσμήσετε | διακοσμήστε | ||
γ' πληθ. | διακόσμησαν διακοσμήσαν(ε) |
θα διακοσμήσουν(ε) | να διακοσμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακοσμήσει | είχα διακοσμήσει | θα έχω διακοσμήσει | να έχω διακοσμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακοσμήσει | είχες διακοσμήσει | θα έχεις διακοσμήσει | να έχεις διακοσμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακοσμήσει | είχε διακοσμήσει | θα έχει διακοσμήσει | να έχει διακοσμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακοσμήσει | είχαμε διακοσμήσει | θα έχουμε διακοσμήσει | να έχουμε διακοσμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακοσμήσει | είχατε διακοσμήσει | θα έχετε διακοσμήσει | να έχετε διακοσμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακοσμήσει | είχαν διακοσμήσει | θα έχουν διακοσμήσει | να έχουν διακοσμήσει |
|