διάκοσμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ko.zmo/ & /ˈðʝa.ko.zmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐κο‐σμο
- τονικό παρώνυμο: διακοσμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διάκοσμο αρσενικό