διακοσμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακοσμητικός < διακοσμώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décoratif / ornemental)
Επίθετο[επεξεργασία]
διακοσμητικός, -ή, -ό
- που διακοσμεί, που έχει σχέση με τη διακόσμηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (μεταφορικά) που δεν παίζει σημαντικό ρόλο, που έχει δευτερεύουσα σημασία
[επεξεργασία]
- διακοσμητικά
- → δείτε τις λέξεις διακοσμώ, διά και κόσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακοσμητικός