δευτερεύων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | δευτερεύων | δευτερεύουσα | δευτερεύον |
γενική | δευτερεύοντος | δευτερεύουσας (δευτερευούσης) |
δευτερεύοντος |
αιτιατική | δευτερεύοντα | δευτερεύουσα | δευτερεύον |
κλητική | δευτερεύων | δευτερεύουσα | δευτερεύον |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | δευτερεύοντες | δευτερεύουσες | δευτερεύοντα |
γενική | δευτερευόντων | δευτερευουσών | δευτερευόντων |
αιτιατική | δευτερεύοντες | δευτερεύουσες | δευτερεύοντα |
κλητική | δευτερεύοντες | δευτερεύουσες | δευτερεύοντα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δευτερεύων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δευτερεύω (αρχαία ελληνική ) < δεύτερος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðe.fteˈɾe.von/ (αρσενικό και ουδέτερο)
- ΔΦΑ : /ðe.fteˈɾe.vu.sa/ (θηλυκό)
Μετοχή[επεξεργασία]
δευτερεύων (αρσενικό), δευτερεύουσα (θηλυκό), δευτερεύον (ουδέτερο)
- που βρίσκεται σε δεύτερη θέση, ο λιγότερος σημαντικός, ο μη καθοριστικός, ο επουσιώδης
- δευτερεύων ρόλος / λόγος
- δευτερεύουσα αιτία / σημασία
- δευτερεύον γεγονός / αποτέλεσμα
- που συμπληρώνει κάποιον, ο πρόσθετος, που διαδραματίζει βοηθητικό ρόλο, ο επικουρικός
- δευτερεύον νόημα / στοιχείο
- (γλωσσολογία) δευτερεύουσα πρόταση : η πρόταση που προσδιορίζει επιρρηματικά (εκφράζοντας χρόνο, αιτία, σκοπό κ.λπ) ή συμπληρώνει νοηματικά το περιεχόμενο ή ένα όρο μιας άλλης πρότασης, από όπου και εξαρτάται
- που αναπληρώνει το διαβαστή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δευτερεύουσα πρόταση