σημαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σημαντικός < αρχαία ελληνική σημαντικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική significatif ή από την αγγλική significant[1]
- για τη γλωσσολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική significatif
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.man.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐ντι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]σημαντικός, -ή, -ό
- που έχει σημασία, σπουδαιότητα
- (γλωσσολογία) που φέρει σημασία
- (γραμματική) που φέρει σημασία
- τα κινήσεως σημαντικά ρήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασήμαντος
- ασημαντότητα
- παρασημαντική
- σημασία
- σημαντική (ουσιαστικό)
- σημαντικά (επίρρημα)
- σήμαντρο
→ και δείτε τη λέξη σημαίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημαντικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σημαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σημαντικός, -ή, -όν
Παράγωγα
[επεξεργασία]- παρασημαντική (εννοείται: τέχνη)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τις λέξεις σημαίνω και -σήμαντος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- σημαντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
σημαντικη
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)