αντώνυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντώνυμο | τα | αντώνυμα |
γενική | του | αντωνύμου & αντώνυμου |
των | αντωνύμων & αντώνυμων |
αιτιατική | το | αντώνυμο | τα | αντώνυμα |
κλητική | αντώνυμο | αντώνυμα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antonyme < ἀντί + αρχαία ελληνική ὄνυμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.ˈdɔ.ni.mɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντώνυμο ουδέτερο
- λέξη που έχει την αντίθετη έννοια από κάποια άλλη
- η λέξη παίρνω είναι αντώνυμο του δίνω, επειδή περιγράφει την πράξη από αντίστροφη οπτική γωνία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αντωνυμία
- αντωνυμικά (καθαρεύουσα: αντωνυμικώς)
- αντωνυμικός